- ναυστολώ
- ναυστολῶ, -έω (Α) [ναύστολος]1. μεταφέρω μέσω θαλάσσης2. (για πλοίο) ταξιδεύω3. περνώ από έναν τόπο ταξιδεύοντας με πλοίο4. μτφ. οδηγώ, διευθύνω, κυβερνώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ναυστολῶ — ναυστολέω carry pres subj act 1st sg (attic epic doric) ναυστολέω carry pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυστόλημα — ναυστόλημα, τὸ (Α) [ναυστολώ] συν. στον πληθ. τά ναυστολήματα η ναυστολία* … Dictionary of Greek
ναυστόλησις — ναυστόλησις, ἡ (Μ) [ναυστολώ] θαλασσινό ταξίδι … Dictionary of Greek
συνναυστολώ — έω, Α συνταξιδεύω με άλλον στο ίδιο πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ναυστολῶ «ταξιδεύω με πλοίο»] … Dictionary of Greek